- τετρακισεφέβδομος
- τετρακισεφέβδομοςratio ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρακισεφέβδομος — ὁ, Α (ενν. λόγος) ο λόγος 11:7. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις + ἐφέβδομος] … Dictionary of Greek